πολωσι(ο)σκόπιο

πολωσι(ο)σκόπιο
και πολωσκόπιο, το, Ν
φυσ. διάταξη με τη βοήθεια τής οποίας διαπιστώνεται αν ορισμένο φως είναι φυσικό ή πολωμένο και η οποία βρίσκει εφαρμογή στη φωτοελαστικομετρία για τον εντοπισμό και τον υπολογισμό τών εσωτερικών μηχανικών τάσεων που δημιουργούνται μέσα σε ένα διαφανές υλικό, όπως λ.χ. σε αντικείμενα από γυαλί, σε λυχνίες, σε ηλεκτρονικούς σωλήνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πόλωση + -σκόπιο, αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polariscope < νεολατ. polaris (< λατ. polus «πόλος») + σκοπός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”